Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
ὑπέρτερος
View word page
ὑπερ-σκελής
ὑπερσκελήςέςadjσκέλος with excessively long legsPl.

ShortDef

with one leg too long

Debugging

Headword:
ὑπερσκελής
Headword (normalized):
ὑπερσκελής
Headword (normalized/stripped):
υπερσκελης
IDX:
41068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41069
Key:
ὑπερσκελής

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-σκελής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>σκελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκέλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>with excessively long legs</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερσκελής'}