Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
ὑπερτέλλω
ὑπερτερίᾱ
View word page
ὑπερ-σεμνῡ́νομαι
ὑπερσεμνῡ́νομαιmid.vb of an actorgive oneself extraordinary airsX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερσεμνῡ́νομαι
Headword (normalized):
ὑπερσεμνῡ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερσεμνυνομαι
IDX:
41067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41068
Key:
ὑπερσεμνῡ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-σεμνῡ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>σεμνῡ́νομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an actor</Indic><Tr>give oneself extraordinary airs</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερσεμνῡ́νομαι'}