Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
ὑπερτελής
View word page
ὑπερ-πωτάομαι
ὑπερπωτάομαιmid.contr.vb of Erotesflit around overheadTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερπωτάομαι
Headword (normalized):
ὑπερπωτάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερπωταομαι
IDX:
41065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41066
Key:
ὑπερπωτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-πωτάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>πωτάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Erotes</Indic><Tr>flit around overhead</Tr><Au>Theoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερπωτάομαι'}