Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
ὑπερτείνω
ὑπερτελέω
View word page
ὑπερ-πυρριάω
ὑπερπυρριάωcontr.vbπυρρός of a cloakturn ruddy brown on behalf ofw.gen.its wearerwho has soiled himself in fearAr.

ShortDef

to blush scarlet for

Debugging

Headword:
ὑπερπυρριάω
Headword (normalized):
ὑπερπυρριάω
Headword (normalized/stripped):
υπερπυρριαω
IDX:
41064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41065
Key:
ὑπερπυρριάω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-πυρριάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>πυρριάω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πυρρός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a cloak</Indic><Tr>turn ruddy brown on behalf of</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>its wearer<Expl>who has soiled himself in fear</Expl><Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερπυρριάω'}