Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
ὑπέρτατος
View word page
ὑπέρ-πτωχος
ὑπέρπτωχοςονadjπτωχός extremely poorArist.

ShortDef

exceeding poor

Debugging

Headword:
ὑπέρπτωχος
Headword (normalized):
ὑπέρπτωχος
Headword (normalized/stripped):
υπερπτωχος
IDX:
41062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41063
Key:
ὑπέρπτωχος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-πτωχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>πτωχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πτωχός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>extremely poor</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρπτωχος'}