Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
ὑπερσπουδάζω
ὑπερστατέω
View word page
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτατοep.3sg.athem.aor.mid.seeὑπερπέτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέρπτατο
Headword (normalized):
ὑπέρπτατο
Headword (normalized/stripped):
υπερπτατο
IDX:
41061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41062
Key:
ὑπέρπτατο

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρπτατο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑπέρπτατο<LblR>ep.3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπερπέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπέρπτατο'}