Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
ὑπερσκελής
ὑπέρσοφος
View word page
ὑπέρ-πονος
ὑπέρπονοςονadjπόνος of a horseworn outw.prep.phr.through old agePlu.

ShortDef

quite worn out

Debugging

Headword:
ὑπέρπονος
Headword (normalized):
ὑπέρπονος
Headword (normalized/stripped):
υπερπονος
IDX:
41059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41060
Key:
ὑπέρπονος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-πονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>πονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>worn out<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>through old age</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρπονος'}