Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
ὑπερράγην
ὑπερσεμνῡ́νομαι
View word page
ὑπέρ-πολυς
ὑπέρπολυςπόλλη πολυadjπολύς of persons, cattleexceedingly numerousbeyond numberA. X.of moneyprodigious in amountD.

ShortDef

overmuch

Debugging

Headword:
ὑπέρπολυς
Headword (normalized):
ὑπέρπολυς
Headword (normalized/stripped):
υπερπολυς
IDX:
41057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41058
Key:
ὑπέρπολυς

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-πολυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>πολυς</HL><Infl>πόλλη πολυ</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πολύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons, cattle</Indic><Def>exceedingly numerous</Def><Tr>beyond number</Tr><Au>A. X.</Au></aS1><aS1><Indic>of money</Indic><Tr>prodigious in amount</Tr><Au>D.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρπολυς'}