Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
ὑπερπωτάομαι
View word page
ὑπερπλουτέω
ὑπερπλουτέωcontr.vbὑπέρπλουτος be extremely wealthyAr.

ShortDef

to be exceeding rich

Debugging

Headword:
ὑπερπλουτέω
Headword (normalized):
ὑπερπλουτέω
Headword (normalized/stripped):
υπερπλουτεω
IDX:
41055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41056
Key:
ὑπερπλουτέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερπλουτέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερπλουτέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ὑπέρπλουτος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be extremely wealthy</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερπλουτέω'}