Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπερισσῶς
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
ὑπέρπτωχος
ὑπερπυππάζω
ὑπερπυρριάω
View word page
ὑπερ-πλούσιος
ὑπερπλούσιοςονadj extremely wealthyArist.

ShortDef

over-wealthy, exceeding rich

Debugging

Headword:
ὑπερπλούσιος
Headword (normalized):
ὑπερπλούσιος
Headword (normalized/stripped):
υπερπλουσιος
IDX:
41054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41055
Key:
ὑπερπλούσιος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-πλούσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>πλούσιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>extremely wealthy</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερπλούσιος'}