Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπαίω
ὑπέρπαχυς
ὑπερπέλομαι
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
ὑπέρπονος
ὑπερπόντιος
ὑπέρπτατο
View word page
ὑπερ-πίπτω
ὑπερπίπτωvb of wateroverflowPlb. of a dayslip pastbefore a task is doneHdt.

ShortDef

to fall over, run over, project

Debugging

Headword:
ὑπερπίπτω
Headword (normalized):
ὑπερπίπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερπιπτω
IDX:
41051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41052
Key:
ὑπερπίπτω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-πίπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>πίπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of water</Indic><Tr>overflow</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a day</Indic><Tr>slip past<Expl>before a task is done</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερπίπτω'}