Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερπαγής
ὑπερπᾱδάω
ὑπερπαθέω
ὑπερπαίω
ὑπέρπαχυς
ὑπερπέλομαι
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
ὑπέρπλουτος
ὑπέρπολυς
ὑπερπονέω
View word page
ὑπέρ-πικρος
ὑπέρπικροςονadjπικρός exceedingly bitter-temperedA. Men.

ShortDef

exceeding sharp in temper

Debugging

Headword:
ὑπέρπικρος
Headword (normalized):
ὑπέρπικρος
Headword (normalized/stripped):
υπερπικρος
IDX:
41048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41049
Key:
ὑπέρπικρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-πικρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>πικρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πικρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>exceedingly bitter-tempered</Tr><Au>A. Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρπικρος'}