Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψίᾱ
ὑπερπαγής
ὑπερπᾱδάω
ὑπερπαθέω
ὑπερπαίω
ὑπέρπαχυς
ὑπερπέλομαι
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
ὑπερπληρόω
ὑπερπλούσιος
ὑπερπλουτέω
View word page
ὑπερπετής
ὑπερπετήςέςadjὑπερπέτομαι of projectilesflying overheadPlb. Plu. of defensive wallsrising highPlb.

ShortDef

flying over

Debugging

Headword:
ὑπερπετής
Headword (normalized):
ὑπερπετής
Headword (normalized/stripped):
υπερπετης
IDX:
41045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41046
Key:
ὑπερπετής

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερπετής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερπετής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑπερπέτομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of projectiles</Indic><Tr>flying overhead</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1> <aS1><Indic>of defensive walls</Indic><Tr>rising high</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερπετής'}