Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψίᾱ
ὑπερπαγής
ὑπερπᾱδάω
ὑπερπαθέω
ὑπερπαίω
ὑπέρπαχυς
ὑπερπέλομαι
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
ὑπέρπικρος
ὑπερπίμπλαμαι
ὑπερπῑ́νω
ὑπερπίπτω
ὑπερπληθής
View word page
ὑπέρ-παχυς
ὑπέρπαχυςυgen.εοςadjπαχύς of a personexcessively fatPlu.

ShortDef

exceedingly fat

Debugging

Headword:
ὑπέρπαχυς
Headword (normalized):
ὑπέρπαχυς
Headword (normalized/stripped):
υπερπαχυς
IDX:
41042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41043
Key:
ὑπέρπαχυς

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-παχυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>παχυς</HL><Infl>υ</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>εος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παχύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>excessively fat</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρπαχυς'}