Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψίᾱ
ὑπερπαγής
ὑπερπᾱδάω
ὑπερπαθέω
ὑπερπαίω
ὑπέρπαχυς
ὑπερπέλομαι
ὑπερπερισσῶς
ὑπερπετής
ὑπερπέτομαι
ὑπερπηδάω
View word page
ὑπεροψίᾱ
ὑπεροψίᾱᾱςfὑπερόψομαι, seeὑπεροράω disdain, scornAtt.orats. Plb. Plu.w.gen.for someone or sthg.Th. Isoc. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεροψίᾱ
Headword (normalized):
ὑπεροψίᾱ
Headword (normalized/stripped):
υπεροψια
IDX:
41037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41038
Key:
ὑπεροψίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεροψίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπεροψίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑπερόψομαι</Ref>, see<Ref>ὑπεροράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>disdain, scorn</Tr><Au>Att.orats. Plb. Plu.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>for someone or sthg.</Indic><Au>Th. Isoc. Plu.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'ὑπεροψίᾱ'}