Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψίᾱ
ὑπερπαγής
ὑπερπᾱδάω
ὑπερπαθέω
ὑπερπαίω
ὑπέρπαχυς
View word page
ὕπερος
ὕπεροςmseeὕπερον

ShortDef

a pestle to bray and pound with

Debugging

Headword:
ὕπερος
Headword (normalized):
ὕπερος
Headword (normalized/stripped):
υπερος
IDX:
41032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41033
Key:
ὕπερος

Data

{'headword_display': '<b>ὕπερος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὕπερος</HL><PS>m</PS></HG><XR>see<Ref>ὕπερον</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὕπερος'}