Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψίᾱ
ὑπερπαγής
ὑπερπᾱδάω
ὑπερπαθέω
ὑπερπαίω
View word page
ὑπερ-ορρωδέω
ὑπερορρωδέω
Ion.ὑπεραρρωδέω
contr.vb
be afraid on behalf or account offear forw.gen.someoneE. w.dat.one's countryHdt.

ShortDef

to be much afraid

Debugging

Headword:
ὑπερορρωδέω
Headword (normalized):
ὑπερορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
υπερορρωδεω
IDX:
41031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41032
Key:
ὑπερορρωδέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ορρωδέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>ορρωδέω</HL><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ὑπεραρρωδέω</FmHL></DL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>be afraid on behalf or account of</Def><Tr>fear for</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone<Au>E.</Au></Cmpl> <Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>one's country<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑπερορρωδέω'}