Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπεροχή
ὑπέροχος
ὑπεροψίᾱ
ὑπερπαγής
ὑπερπᾱδάω
ὑπερπαθέω
View word page
ὑπερ-όρνυμαι
ὑπερόρνυμαιmid.vb of ruinrise overheadloom upw.dat.against a cityS.dub.cj.

ShortDef

to rise and hang over

Debugging

Headword:
ὑπερόρνυμαι
Headword (normalized):
ὑπερόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερορνυμαι
IDX:
41030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41031
Key:
ὑπερόρνυμαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-όρνυμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>όρνυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of ruin</Indic><Def>rise overhead</Def><Tr>loom up</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>against a city<Au>S.<LblR>dub.cj.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερόρνυμαι'}