Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλῑ́η
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
ὑπεροχή
View word page
ὑπεροπτικός
ὑπεροπτικόςή όνadj of personsdisdainful, scornfulIsoc. of an actionoverbearingD. ὑπεροπτικῶςadvcompar.
ὑπεροπτικώτερον
with disdainscornPlb. Plu.w.gen.for someoneX.

ShortDef

disposed to despise others, contemptuous, disdainful

Debugging

Headword:
ὑπεροπτικός
Headword (normalized):
ὑπεροπτικός
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτικος
IDX:
41025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41026
Key:
ὑπεροπτικός

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεροπτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπεροπτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>disdainful, scornful</Tr><Au>Isoc.</Au></aS1> <aS1><Indic>of an action</Indic><Tr>overbearing</Tr><Au>D.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ὑπεροπτικῶς</HL><PS>adv</PS><FG><Deg><Lbl>compar.</Lbl><Form>ὑπεροπτικώτερον</Form></Deg></FG></vHG> <advS1><Tr>with disdain<or/>scorn</Tr><Au>Plb. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>for someone<Au>X.</Au></Cmpl></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ὑπεροπτικός'}