Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλῑ́η
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
ὑπερουράνιος
ὑπερούριος
View word page
ὑπερόπτης
ὑπερόπτηςουmὑπερόψομαι, seeὑπεροράω disdainful personArist. Theoc. Plu.disparager, despiserw.gen.of persons or thingsTh. Plu.

ShortDef

a contemner, disdainer of

Debugging

Headword:
ὑπερόπτης
Headword (normalized):
ὑπερόπτης
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτης
IDX:
41024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41025
Key:
ὑπερόπτης

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερόπτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπερόπτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ὑπερόψομαι</Ref>, see<Ref>ὑπεροράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>disdainful person</Tr><Au>Arist. Theoc. Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>disparager, despiser<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of persons or things</Expl></Tr><Au>Th. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπερόπτης'}