Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλῑ́η
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
ὑπερόριος
ὑπερόρνυμαι
ὑπερορρωδέω
ὕπερος
View word page
ὑπέροπτα
ὑπέροπταneut.pl.advὑπερόπτης haughtily, disdainfullyS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέροπτα
Headword (normalized):
ὑπέροπτα
Headword (normalized/stripped):
υπεροπτα
IDX:
41022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41023
Key:
ὑπέροπτα

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέροπτα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὑπέροπτα</HL><PS>neut.pl.adv</PS><Ety><Ref>ὑπερόπτης</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>haughtily, disdainfully</Tr><Au>S.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ὑπέροπτα'}