Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλῑ́η
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
ὑπερορίᾱ
ὑπερορίζω
View word page
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλήειςεσσα ενadjὑπέροπλοςonly superl.
ὑπεροπληέστατος
arrogant, aggressiveAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπεροπλήεις
Headword (normalized):
ὑπεροπλήεις
Headword (normalized/stripped):
υπεροπληεις
IDX:
41018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41019
Key:
ὑπεροπλήεις

Data

{'headword_display': '<b>ὑπεροπλήεις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπεροπλήεις</HL><Infl>εσσα εν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑπέροπλος</Ref></Ety><FG><Deg><Lbl>only superl.</Lbl><Form>ὑπεροπληέστατος</Form></Deg></FG></HG><aS1><Tr>arrogant, aggressive</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπεροπλήεις'}