Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλῑ́η
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
ὑπεροράω
View word page
ὑπέρ-οικος
ὑπέροικοςονadjοἶκος of a peopleliving beyondw.gen.a certain regionHdt.

ShortDef

dwelling above

Debugging

Headword:
ὑπέροικος
Headword (normalized):
ὑπέροικος
Headword (normalized/stripped):
υπεροικος
IDX:
41016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41017
Key:
ὑπέροικος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-οικος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>οικος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>οἶκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a people</Indic><Tr>living beyond<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>a certain region</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέροικος'}