Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλῑ́η
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
ὑπέροπτα
ὑπεροπτείᾱ
ὑπερόπτης
ὑπεροπτικός
View word page
ὑπερ-οικέω
ὑπεροικέωcontr.vb of a peoplelive beyondw.gen.othersHdt.w.acc.a mountain rangeHdt.

ShortDef

to dwell above

Debugging

Headword:
ὑπεροικέω
Headword (normalized):
ὑπεροικέω
Headword (normalized/stripped):
υπεροικεω
IDX:
41015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41016
Key:
ὑπεροικέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-οικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>οικέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a people</Indic><Tr>live beyond</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>others<Au>Hdt.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>a mountain range<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπεροικέω'}