Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερμάχομαι
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
ὑπεροπλῑ́η
ὑπεροπλίζομαι
ὑπέροπλος
View word page
ὑπέρ-μορα
ὑπέρ-μοραneut.pl.advμόρος beyond what is fatedIl.beyond the normal limitexcessivelyB.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέρμορα
Headword (normalized):
ὑπέρμορα
Headword (normalized/stripped):
υπερμορα
IDX:
41011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41012
Key:
ὑπέρμορα

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-μορα</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὑπέρ-μορα</HL><PS>neut.pl.adv</PS><Ety><Ref>μόρος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>beyond what is fated</Tr><Au>Il.</Au></advS1><advS1><Def>beyond the normal limit</Def><Tr>excessively</Tr><Au>B.<LblR>cj.</LblR></Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ὑπέρμορα'}