Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
ὕπερον
ὑπεροπλήεις
View word page
ὑπέρ-μετρος
ὑπέρμετροςονadjμέτρον of senilitybeyond due measureextremePl.

ShortDef

beyond all measure, excessive

Debugging

Headword:
ὑπέρμετρος
Headword (normalized):
ὑπέρμετρος
Headword (normalized/stripped):
υπερμετρος
IDX:
41008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41009
Key:
ὑπέρμετρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-μετρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>μετρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέτρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of senility</Indic><Def>beyond due measure</Def><Tr>extreme</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρμετρος'}