Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
ὑπέροικος
View word page
ὑπερμενέων
ὑπερμενέωνοντοςmasc.ptcpl.adjὑπερμενής of menextremely aggressiveboisterousOd.

ShortDef

exceeding mighty

Debugging

Headword:
ὑπερμενέων
Headword (normalized):
ὑπερμενέων
Headword (normalized/stripped):
υπερμενεων
IDX:
41006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41007
Key:
ὑπερμενέων

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερμενέων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερμενέων</HL><Infl>οντος</Infl><PS>masc.ptcpl.adj</PS><Ety><Ref>ὑπερμενής</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of men</Indic><Tr>extremely aggressive<or/>boisterous</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερμενέων'}