Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
ὑπέρογκος
ὑπεροικέω
View word page
ὑπερ-μεθύσκομαι
ὑπερμεθύσκομαιpass.vb become extremely drunkHdt.

ShortDef

to get

Debugging

Headword:
ὑπερμεθύσκομαι
Headword (normalized):
ὑπερμεθύσκομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερμεθυσκομαι
IDX:
41005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41006
Key:
ὑπερμεθύσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-μεθύσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>μεθύσκομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>become extremely drunk</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερμεθύσκομαι'}