Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
ὑπέρμορα
ὑπερνεωλκέω
ὑπερνότιος
View word page
ὑπέρ-μεγας
ὑπέρμεγαςμεγάλη μέγαadjμέγας of a personexceedingly importantAr.

ShortDef

immensely great

Debugging

Headword:
ὑπέρμεγας
Headword (normalized):
ὑπέρμεγας
Headword (normalized/stripped):
υπερμεγας
IDX:
41003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41004
Key:
ὑπέρμεγας

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-μεγας</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>μεγας</HL><Infl>μεγάλη μέγα</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέγας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>exceedingly important</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρμεγας'}