Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμετρος
ὑπερμήκης
ὑπερμῑσέω
View word page
ὑπερμαχητικός
ὑπερμαχητικόςή όνadj of couragethat prompts one to fight in defencew.gen.of what is one's ownPlu.

ShortDef

inclined to fight for

Debugging

Headword:
ὑπερμαχητικός
Headword (normalized):
ὑπερμαχητικός
Headword (normalized/stripped):
υπερμαχητικος
IDX:
41000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41001
Key:
ὑπερμαχητικός

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερμαχητικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ὑπερμαχητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of courage</Indic><Tr>that prompts one to fight in defence<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of what is one's own</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ὑπερμαχητικός'}