Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
ὑπερμεγάθης
ὑπέρμεγας
ὑπερμεγέθης
ὑπερμεθύσκομαι
ὑπερμενέων
View word page
ὑπερ-λῡπέομαι
ὑπερλῡπέομαιmid.contr.vb be extremely upsetHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερλῡπέομαι
Headword (normalized):
ὑπερλῡπέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερλυπεομαι
IDX:
40996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40997
Key:
ὑπερλῡπέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-λῡπέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>λῡπέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be extremely upset</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερλῡπέομαι'}