Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
ὑπερμαχητικός
ὑπερμάχομαι
View word page
ὑπερ-κυβιστάω
ὑπερκυβιστάωcontr.vb plunge head over heelsfig., of politicianstake the plungePlb.

ShortDef

plunge headlong into danger

Debugging

Headword:
ὑπερκυβιστάω
Headword (normalized):
ὑπερκυβιστάω
Headword (normalized/stripped):
υπερκυβισταω
IDX:
40991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40992
Key:
ὑπερκυβιστάω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-κυβιστάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>κυβιστάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>plunge head over heels</Def><vS2><Indic>fig., of politicians</Indic><Tr>take the plunge</Tr><Au>Plb.</Au> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερκυβιστάω'}