Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
ὑπερμαχέω
View word page
ὑπερ-κρεμάννυμαι
ὑπερκρεμάννυμαιmid.vb of old agehang overw. ὑπέρ + gen.one's headMimn. Thgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερκρεμάννυμαι
Headword (normalized):
ὑπερκρεμάννυμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκρεμαννυμαι
IDX:
40989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40990
Key:
ὑπερκρεμάννυμαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-κρεμάννυμαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>κρεμάννυμαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of old age</Indic><Tr>hang over</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ὑπέρ</Ref> + gen.</GLbl>one's head<Au>Mimn. Thgn.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑπερκρεμάννυμαι'}