Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
ὑπερμᾱ́κης
View word page
ὑπερκότως
ὑπερκότωςadvκότος with excessive angerE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερκότως
Headword (normalized):
ὑπερκότως
Headword (normalized/stripped):
υπερκοτως
IDX:
40988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40989
Key:
ὑπερκότως

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερκότως</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>ὑπερκότως</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>κότος</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>with excessive anger</Tr><Au>E.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'ὑπερκότως'}