Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
ὑπερλῡπέομαι
ὑπερμαίνομαι
View word page
ὑπερ-κορέννῡμι
ὑπερκορέννῡμιvb completely satisfyone's appetitew.gen.w. wealthThgn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερκορέννῡμι
Headword (normalized):
ὑπερκορέννῡμι
Headword (normalized/stripped):
υπερκορεννυμι
IDX:
40987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40988
Key:
ὑπερκορέννῡμι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-κορέννῡμι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>κορέννῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>completely satisfy</Tr><Cmpl>one's appetite<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. wealth</Expl><Au>Thgn.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑπερκορέννῡμι'}