Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
ὑπερλαμπρῡ́νομαι
View word page
ὑπέρ-κομπος
ὑπέρκομποςονadjκόμπος of armour, a shield-device, thoughts, rashnessover-boastful, vaingloriousA.

ShortDef

overweening, arrogant

Debugging

Headword:
ὑπέρκομπος
Headword (normalized):
ὑπέρκομπος
Headword (normalized/stripped):
υπερκομπος
IDX:
40985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40986
Key:
ὑπέρκομπος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-κομπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>κομπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κόμπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of armour, a shield-device, thoughts, rashness</Indic><Tr>over-boastful, vainglorious</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρκομπος'}