Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
ὑπερκύπτω
ὑπέρλαμπρος
View word page
ὑπερ-κολακεύω
ὑπερκολακεύωvb flatter extravagantlysomeoneD.

ShortDef

to flatter immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερκολακεύω
Headword (normalized):
ὑπερκολακεύω
Headword (normalized/stripped):
υπερκολακευω
IDX:
40984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40985
Key:
ὑπερκολακεύω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-κολακεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>κολακεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>flatter extravagantly</Tr><Obj>someone<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερκολακεύω'}