Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
ὑπερκυβιστάω
ὑπερκῡ́δᾱς
View word page
ὑπερκέρασις
ὑπερκέρασιςεωςfὑπερκεράω outflankingof an enemyPlb.

ShortDef

an outflanking on one wing

Debugging

Headword:
ὑπερκέρασις
Headword (normalized):
ὑπερκέρασις
Headword (normalized/stripped):
υπερκερασις
IDX:
40982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40983
Key:
ὑπερκέρασις

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερκέρασις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπερκέρασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑπερκεράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>outflanking<Expl>of an enemy</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπερκέρασις'}