Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
ὑπερκρεμάννυμαι
ὑπερκτάομαι
View word page
ὑπερ-κατάκειμαι
ὑπερκατάκειμαιmid.pass.vb recline in a higher positionat a dinnerPlu.

ShortDef

to lie

Debugging

Headword:
ὑπερκατάκειμαι
Headword (normalized):
ὑπερκατάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
υπερκατακειμαι
IDX:
40980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40981
Key:
ὑπερκατάκειμαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-κατάκειμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>κατάκειμαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>recline in a higher position<Expl>at a dinner</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερκατάκειμαι'}