Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
ὑπερκότως
View word page
ὑπερ-καταβαίνω
ὑπερκαταβαίνωvb come down overa wallIl.

ShortDef

to get down over, get quite over

Debugging

Headword:
ὑπερκαταβαίνω
Headword (normalized):
ὑπερκαταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαταβαινω
IDX:
40978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40979
Key:
ὑπερκαταβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-καταβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>καταβαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>come down over</Tr><Cmpl>a wall<Au>Il.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερκαταβαίνω'}