Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ὑπερῑονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
ὑπερκορέννῡμι
View word page
ὑπερ-κάμνω
ὑπερκάμνωvb toil on behalf ofw.gen.one's children, cityE.

ShortDef

to suffer

Debugging

Headword:
ὑπερκάμνω
Headword (normalized):
ὑπερκάμνω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαμνω
IDX:
40977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40978
Key:
ὑπερκάμνω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-κάμνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>κάμνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>toil on behalf of</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>one's children, city<Au>E.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑπερκάμνω'}