Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερικταίνομαι
Ὑπερῑονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
ὑπερκεράω
ὑπερκολακεύω
ὑπέρκομπος
ὑπέρκοπος
View word page
ὑπέρ-καλος
ὑπέρκαλοςονadjκαλός exceedingly beautifulArist.

ShortDef

exceeding beautiful

Debugging

Headword:
ὑπέρκαλος
Headword (normalized):
ὑπέρκαλος
Headword (normalized/stripped):
υπερκαλος
IDX:
40976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40977
Key:
ὑπέρκαλος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπέρ-καλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπέρ<hyph/>καλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καλός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>exceedingly beautiful</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπέρκαλος'}