Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπέρθῡμος
ὑπερθύρον
ὑπερθωμάζω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπερῑονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
ὑπερκέρασις
View word page
ὑπερ-ίσχῡρος
ὑπερίσχῡροςονadjἰσχῡρός of personsexceedingly strongArist.of a fortressX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερίσχῡρος
Headword (normalized):
ὑπερίσχῡρος
Headword (normalized/stripped):
υπερισχυρος
IDX:
40972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40973
Key:
ὑπερίσχῡρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ίσχῡρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>ίσχῡρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἰσχῡρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>exceedingly strong</Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic>of a fortress</Indic><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερίσχῡρος'}