Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερθυίω
ὑπέρθῡμος
ὑπερθύρον
ὑπερθωμάζω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπερῑονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκαταγέλαστος
ὑπερκατάκειμαι
ὑπέρκειμαι
View word page
ὑπερ-ίστωρ
ὑπερίστωροροςmasc.fem.adj knowing too wellw.gen.about sthg.S.

ShortDef

knowing too well

Debugging

Headword:
ὑπερίστωρ
Headword (normalized):
ὑπερίστωρ
Headword (normalized/stripped):
υπεριστωρ
IDX:
40971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40972
Key:
ὑπερίστωρ

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ίστωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπερ<hyph/>ίστωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Tr>knowing too well<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>about sthg.</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπερίστωρ'}