Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερθέωμαι
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυίω
ὑπέρθῡμος
ὑπερθύρον
ὑπερθωμάζω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπερῑονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
ὑπερκάθημαι
ὑπέρκαλος
ὑπερκάμνω
ὑπερκαταβαίνω
View word page
ὑπερίπταμαι
ὑπερίπταμαιmid.vbseeὑπερπέτομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερίπταμαι
Headword (normalized):
ὑπερίπταμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεριπταμαι
IDX:
40968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40969
Key:
ὑπερίπταμαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερίπταμαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπερίπταμαι</HL><PS>mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπερπέτομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπερίπταμαι'}