Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕπερθε(ν)
ὑπερθερμαίνομαι
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθέωμαι
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυίω
ὑπέρθῡμος
ὑπερθύρον
ὑπερθωμάζω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπερῑονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
ὑπερίσχῡρος
ὑπερίσχω
Ὑπερῑ́ων
View word page
ὑπερ-θωμάζω
ὑπερ-θωμάζωIon.vbθαυμάζω feelexpress extreme admirationHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερθωμάζω
Headword (normalized):
ὑπερθωμάζω
Headword (normalized/stripped):
υπερθωμαζω
IDX:
40964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40965
Key:
ὑπερθωμάζω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-θωμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ-θωμάζω</HL><PS>Ion.vb</PS><Ety><Ref>θαυμάζω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>feel<or/>express extreme admiration</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερθωμάζω'}