Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερηφανέω
ὑπερηφανίᾱ
ὑπερήφανος
ὕπερθε(ν)
ὑπερθερμαίνομαι
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθέωμαι
ὑπερθνῄσκω
ὑπερθρῴσκω
ὑπερθυίω
ὑπέρθῡμος
ὑπερθύρον
ὑπερθωμάζω
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπερῑονίδης
ὑπερίπταμαι
ὑπερισθμίζω
ὑπερίσταμαι
ὑπερίστωρ
View word page
ὑπερ-θυίω
ὑπερθυίωvb of seawaterbubble overw.gen.fr. the mouth of a drowning man Tim.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπερθυίω
Headword (normalized):
ὑπερθυίω
Headword (normalized/stripped):
υπερθυιω
IDX:
40961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40962
Key:
ὑπερθυίω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-θυίω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>θυίω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of seawater</Indic><Tr>bubble over<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. the mouth of a drowning man</Expl></Tr> <Au>Tim.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερθυίω'}