Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
ὑπερήδομαι
ὑπερημερίᾱ
ὑπερήμερος
ὑπερημίσεις
ὑπέρημος
ὑπερηνορέη
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανίᾱ
ὑπερήφανος
ὕπερθε(ν)
ὑπερθερμαίνομαι
ὑπέρθεσις
ὑπερθέω
ὑπερθέωμαι
View word page
ὑπερηνορέη
ὑπερηνορέηηςep.Ion.fὑπερήνωρ insolenceAR.

ShortDef

exceeding spirit, haughtiness

Debugging

Headword:
ὑπερηνορέη
Headword (normalized):
ὑπερηνορέη
Headword (normalized/stripped):
υπερηνορεη
IDX:
40948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40949
Key:
ὑπερηνορέη

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερηνορέη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπερηνορέη</HL><Infl>ης</Infl><PS>ep.Ion.f</PS><Ety><Ref>ὑπερήνωρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>insolence</Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπερηνορέη'}