Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
ὑπερήδομαι
ὑπερημερίᾱ
ὑπερήμερος
ὑπερημίσεις
ὑπέρημος
ὑπερηνορέη
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανίᾱ
ὑπερήφανος
View word page
ὑπερ-ήδομαι
ὑπερήδομαιpass.vb be overjoyedHdt. X. Plu.w.dat.at sthg.Hdt.

ShortDef

to be overjoyed at

Debugging

Headword:
ὑπερήδομαι
Headword (normalized):
ὑπερήδομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερηδομαι
IDX:
40943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40944
Key:
ὑπερήδομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ήδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>ήδομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be overjoyed</Tr><Au>Hdt. X. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>at sthg.<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερήδομαι'}