Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπερεράω
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερέσχεθον
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερεχθαίρω
ὑπερέχω
ὑπερζέω
ὑπερηδέως
ὑπερήδομαι
ὑπερημερίᾱ
ὑπερήμερος
ὑπερημίσεις
ὑπέρημος
ὑπερηνορέη
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
ὑπερηφανέω
View word page
ὑπερ-ζέω
ὑπερζέωcontr.vb fig., of a personboil overw. rageAr.

ShortDef

to boil over

Debugging

Headword:
ὑπερζέω
Headword (normalized):
ὑπερζέω
Headword (normalized/stripped):
υπερζεω
IDX:
40941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40942
Key:
ὑπερζέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπερ-ζέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπερ<hyph/>ζέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a person</Indic><Tr>boil over<Expl>w. rage</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπερζέω'}